ἰδιώτῃ

ἰδιώτῃ
ἰδιώτης
private person
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰδιώτηι — ἰδιώτῃ , ἰδιώτης private person masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… …   Dictionary of Greek

  • CASUBULA — Gallis Chasuble, Siculis etiamnum Casubula, vestis est Sacerdotalis in Ecclesia Romana, eadem cum Casula et Planeta: dicta a casa, quod totum hominem, ut casa, tegat. Nempe vestis haec olim totum Sacerdotem a collo ad podes ambibat, atque adeo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίτηση — η (Α αἴτησις) το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση νεοελλ. 1. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι 2. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά (Εκκλ.) τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… …   Dictionary of Greek

  • ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… …   Dictionary of Greek

  • απόληψη — Οικονομικός όρος που συνίσταται στην είσπραξη χρηματικών ποσών του επιχειρηματία ως ιδιώτη από την επιχείρησή του. Το νομότυπο της α. συναρτάται με πλήθος τυπικές διαδικασίες, αλλιώς μπορεί να στοιχειοθετήσει αστικά αλλά και ποινικά αδικήματα… …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • επιστολαγώγιο — το αμοιβή ιδιώτη για τη μεταφορά και παράδοση επιστολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + αγώγιον (< άγω). Η λ. στον λόγιο τ. επιστολαγώγιον μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”